προσέρχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσέρχομαι < αρχαία ελληνική προσέρχομαι < πρός + ἔρχομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

προσέρχομαι (αποθετικό ρήμα)

  • (επίσημο) έρχομαι κάπου για συγκεκριμένο σκοπό, παρουσιάζομαι
    Οι υποψήφιοι παρακαλούνται να προσέλθουν στο εξεταστικό κέντρο πριν τις 9:15

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσέρχομαι < πρός + ἔρχομαι

Επίρρημα[επεξεργασία]

προσέρχομαι

Πηγές[επεξεργασία]