προσαγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσαγωγή οι προσαγωγές
      γενική της προσαγωγής των προσαγωγών
    αιτιατική την προσαγωγή τις προσαγωγές
     κλητική προσαγωγή προσαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσαγωγή < προς + αγωγή, < προσάγω < προς + άγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσαγωγή θηλυκό

  1. η ενέργεια των αστυνομικών οργάνων με την οποία κάποιος ύποπτος οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα για να ανακριθεί ή ένας μάρτυρας που δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο οδηγείται με τη βία στο δικαστήριο για να καταθέσει
    μετά τη βομβιστική ενέργεια έγιναν δεκάδες προσαγωγές υπόπτων στην Ασφάλεια
    το δικαστήριο αποφασίζει τη βίαιη προσαγωγή του μάρτυρα
  2. η κίνηση ενός μέλους του σώματος από την περιφέρεια προς τα μέσα ως προς τον κατακόρυφο άξονα του σώματος, αυτή που επιτελείται από τους προσαγωγούς μυς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]