προσαμμώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προσαμμώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προσάμμωση
- → δείτε τη λέξη άμμος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσαμμώνω | προσάμμωνα | θα προσαμμώνω | να προσαμμώνω | προσαμμώνοντας | |
β' ενικ. | προσαμμώνεις | προσάμμωνες | θα προσαμμώνεις | να προσαμμώνεις | προσάμμωνε | |
γ' ενικ. | προσαμμώνει | προσάμμωνε | θα προσαμμώνει | να προσαμμώνει | ||
α' πληθ. | προσαμμώνουμε | προσαμμώναμε | θα προσαμμώνουμε | να προσαμμώνουμε | ||
β' πληθ. | προσαμμώνετε | προσαμμώνατε | θα προσαμμώνετε | να προσαμμώνετε | προσαμμώνετε | |
γ' πληθ. | προσαμμώνουν(ε) | προσάμμωναν προσαμμώναν(ε) |
θα προσαμμώνουν(ε) | να προσαμμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσάμμωσα | θα προσαμμώσω | να προσαμμώσω | προσαμμώσει | ||
β' ενικ. | προσάμμωσες | θα προσαμμώσεις | να προσαμμώσεις | προσάμμωσε | ||
γ' ενικ. | προσάμμωσε | θα προσαμμώσει | να προσαμμώσει | |||
α' πληθ. | προσαμμώσαμε | θα προσαμμώσουμε | να προσαμμώσουμε | |||
β' πληθ. | προσαμμώσατε | θα προσαμμώσετε | να προσαμμώσετε | προσαμμώστε | ||
γ' πληθ. | προσάμμωσαν προσαμμώσαν(ε) |
θα προσαμμώσουν(ε) | να προσαμμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσαμμώσει | είχα προσαμμώσει | θα έχω προσαμμώσει | να έχω προσαμμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσαμμώσει | είχες προσαμμώσει | θα έχεις προσαμμώσει | να έχεις προσαμμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσαμμώσει | είχε προσαμμώσει | θα έχει προσαμμώσει | να έχει προσαμμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσαμμώσει | είχαμε προσαμμώσει | θα έχουμε προσαμμώσει | να έχουμε προσαμμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσαμμώσει | είχατε προσαμμώσει | θα έχετε προσαμμώσει | να έχετε προσαμμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσαμμώσει | είχαν προσαμμώσει | θα έχουν προσαμμώσει | να έχουν προσαμμώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσαμμώνω
|