προσανατολίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾɔsanatoˈlizɔ/
- συλλαβισμός : προ‐σα‐να‐το‐λί‐ζω
- παλαιός συλλαβισμός : προσ‐α‐να‐το‐λί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
προσανατολίζω (παθητική φωνή: προσανατολίζομαι)
- εντοπίζω το σημείο της ανατολής στον ορίζοντα (και (κατ' επέκταση) και τα άλλα σημεία του ορίζοντα), ώστε να βρω προς τα πού πρέπει να κινηθώ ή πού βρίσκομαι
- (μεταφορικά) κατευθύνω προς συγκεκριμένη κατεύθυνση ή βρίσκομαι εκεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αναπροσανατολίζω
- αναπροσανατολισμένος
- αναπροσανατολισμός
- αποπροσανατολίζω
- αποπροσανατολισμένος
- αποπροσανατολισμός
- αποπροσανατολιστικά
- αποπροσανατολιστικός
- απροσανατόλιστα
- απροσανατόλιστος
- προσανατολισμένος
- προσανατολισμός
- → δείτε τις λέξεις προς και ανατολή
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσανατολίζω | προσανατόλιζα | θα προσανατολίζω | να προσανατολίζω | προσανατολίζοντας | |
β' ενικ. | προσανατολίζεις | προσανατόλιζες | θα προσανατολίζεις | να προσανατολίζεις | προσανατόλιζε | |
γ' ενικ. | προσανατολίζει | προσανατόλιζε | θα προσανατολίζει | να προσανατολίζει | ||
α' πληθ. | προσανατολίζουμε | προσανατολίζαμε | θα προσανατολίζουμε | να προσανατολίζουμε | ||
β' πληθ. | προσανατολίζετε | προσανατολίζατε | θα προσανατολίζετε | να προσανατολίζετε | προσανατολίζετε | |
γ' πληθ. | προσανατολίζουν(ε) | προσανατόλιζαν προσανατολίζαν(ε) |
θα προσανατολίζουν(ε) | να προσανατολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσανατόλισα | θα προσανατολίσω | να προσανατολίσω | προσανατολίσει | ||
β' ενικ. | προσανατόλισες | θα προσανατολίσεις | να προσανατολίσεις | προσανατόλισε | ||
γ' ενικ. | προσανατόλισε | θα προσανατολίσει | να προσανατολίσει | |||
α' πληθ. | προσανατολίσαμε | θα προσανατολίσουμε | να προσανατολίσουμε | |||
β' πληθ. | προσανατολίσατε | θα προσανατολίσετε | να προσανατολίσετε | προσανατολίστε | ||
γ' πληθ. | προσανατόλισαν προσανατολίσαν(ε) |
θα προσανατολίσουν(ε) | να προσανατολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσανατολίσει | είχα προσανατολίσει | θα έχω προσανατολίσει | να έχω προσανατολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσανατολίσει | είχες προσανατολίσει | θα έχεις προσανατολίσει | να έχεις προσανατολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσανατολίσει | είχε προσανατολίσει | θα έχει προσανατολίσει | να έχει προσανατολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσανατολίσει | είχαμε προσανατολίσει | θα έχουμε προσανατολίσει | να έχουμε προσανατολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσανατολίσει | είχατε προσανατολίσει | θα έχετε προσανατολίσει | να έχετε προσανατολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσανατολίσει | είχαν προσανατολίσει | θα έχουν προσανατολίσει | να έχουν προσανατολίσει |
|