προσαρτώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσαρτώμαι < παθητική φωνή του ρήματος προσαρτώ

Ρήμα[επεξεργασία]

προσαρτώμαι

  1. (για κράτη) τίθεμαι υπό την κυριαρχία ενός άλλου κράτους
  2. επισυνάπτομαι, προστίθεμαι σε κάτι σχετικό

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]