προσαχθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προσαχθείς & προσαχθέντας |
η | προσαχθείσα | το | προσαχθέν |
γενική | του | προσαχθέντος & προσαχθέντα |
της | προσαχθείσας & προσαχθείσης* |
του | προσαχθέντος |
αιτιατική | τον | προσαχθέντα | την | προσαχθείσα | το | προσαχθέν |
κλητική | προσαχθείς & προσαχθέντα |
προσαχθείσα | προσαχθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προσαχθέντες | οι | προσαχθείσες | τα | προσαχθέντα |
γενική | των | προσαχθέντων | των | προσαχθεισών | των | προσαχθέντων |
αιτιατική | τους | προσαχθέντες | τις | προσαχθείσες | τα | προσαχθέντα |
κλητική | προσαχθέντες | προσαχθείσες | προσαχθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσαχθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσαχθείς, προσαχθεῖσα, προσαχθέν, μετοχή του παθητικού αορίστου του ρήματος προσάγω
Μετοχή[επεξεργασία]
προσαχθείς, -είσα, -έν
- μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος προσάγω (νομικός όρος) που έχει προσάχθηκε, δεν έχει συλληφθεί, ούτε του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, αλλά κρατείται προσωρινά
- ↪ οι προσαχθέντες αφέθηκαν τελικά όλοι ελεύθεροι εκτός από δύο
- ↪ η προσαχθείσα τελικά οδηγήθηκε στον εισαγγελέα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσαχθείς
|
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προσαχθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσάγομαι
- θα προσαχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσάγομαι
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)