προσαχθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσαχθείς
προσαχθέντας
η προσαχθείσα το προσαχθέν
      γενική του προσαχθέντος
προσαχθέντα
της προσαχθείσας
προσαχθείσης*
του προσαχθέντος
    αιτιατική τον προσαχθέντα την προσαχθείσα το προσαχθέν
     κλητική προσαχθείς
προσαχθέντα
προσαχθείσα προσαχθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσαχθέντες οι προσαχθείσες τα προσαχθέντα
      γενική των προσαχθέντων των προσαχθεισών των προσαχθέντων
    αιτιατική τους προσαχθέντες τις προσαχθείσες τα προσαχθέντα
     κλητική προσαχθέντες προσαχθείσες προσαχθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσαχθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσαχθείς, προσαχθεῖσα, προσαχθέν, μετοχή του παθητικού αορίστου του ρήματος προσάγω

Μετοχή[επεξεργασία]

προσαχθείς, -είσα, -έν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

προσαχθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσάγομαι
  2. θα προσαχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσάγομαι