προσβλέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προβλέπω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσβλέπω < αρχαία ελληνική προσβλέπω < πρός + βλέπω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσβλέπω (συντάσσεται με εμπρόθετο προσδιορισμό: σε + αιτιατική)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]