προσελκυσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσελκυσμός οι προσελκυσμοί
      γενική του προσελκυσμού των προσελκυσμών
    αιτιατική τον προσελκυσμό τους προσελκυσμούς
     κλητική προσελκυσμέ προσελκυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσελκυσμός < (προσελκύω) προσελκυσ- + -μός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσελκυσμός[1] αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. προσελκυσμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)