προσελκυστικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσελκυστικώς < προσελκυστικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
προσελκυστικώς[1]
- (λόγιο) με προσελκυστικό τρόπο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη προσελκύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσελκυστικώς
|
- ↑ προσελκυστικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)