προσεταιριστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσεταιριστικότητα < προσεταιριστικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσεταιριστικότητα θηλυκό
- (άλγεβρα) η προσεταιριστική ιδιότητα μιας πράξης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσεταιριστικότητα