προσευχάδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσευχάδιο < μεσαιωνική ελληνική προσευχάδιον < προσευχή + -άδιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσευχάδιο ουδέτερο
προσευχάδιο ουδέτερο