προσηγορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσηγορικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προσηγορικός [1] < ελληνιστική κοινή προσηγορικόν ουδέτερο [ του προσηγορικός] εννοείται η λέξη ὄνομα) [2]
Επίθετο
[επεξεργασία]προσηγορικός
- χαρακτηρισμός που συνδέει με την προσηγορία:
- (γραμματική) χαρακτηρισμός για ουσιαστικό που δεν είναι κύριο όνομα ή:
χαρακτηρισμός κοινού ουσιαστικού ονόματος, που δηλώνει όλα τα ομοειδή πρόσωπα, ζώα ή πράγματα (π.χ. άνθρωπος, πόλη) ή ουσιαστικό που δηλώνει ενέργεια, κατάσταση, ιδιότητα, σε αντιδιαστολή προς τα κύρια ονόματα (π.χ. Περικλής, Αθήνα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσηγορικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ προσηγορικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προσηγορία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσηγορικός < προσήγορ(ος) + -ικός, στο ουδέτερο προσηγορικόν εννοείται η λέξη ὄνομα) [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]προσηγορικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή , γραμματική) → δείτε τη λέξη προσηγορικόν (ουδέτερο) το σχετικό με την προσηγορία, την ονομασία
- ※ Σερούϊος αὐτῷ προσηγορικόν ὄνομα ἦν, Τύλλιος δὲ τὸ συγγενικόν (Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, 3,65 @perseus.tufts.edu)
- ※ τῶν δὲ ἄλλων τὸ μὲν κοινὸν ἀπὸ συγγενείας, τοὺς Πομπηΐους καὶ τοὺς Μαλλίους καὶ τοὺς Κορνηλίους ὥσπερ ἂν Ἡρακλείδας τις εἴποι καὶ Πελοπίδας, τοῦτο δὲ προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς φύσεις ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῦ σώματος εἴδη καὶ πάθη τίθεσθαι, τὸν Μακρῖνον καὶ τὸν Τουρκουᾶτον καὶ τὸν Σύλλαν οἶόν ἐστιν ὁ Μνήμων ἢ ὁ Γρυπὸς ἢ ὁ Καλλίνικος (Πλούταρχος, Μάριος, 1 @perseus.tufts.edu)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- προσηγορικῶς (επίρρημα) με το κοινό όνομα)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- προσηγορικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσηγορικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ προσηγορία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)