προσηλυτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσηλυτισμός < προσηλυτίζω H λέξη μαρτυρείται από το 1855. < προσήλυτος(προσ- + -ήλυτος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσηλυτισμός αρσενικό (λόγιο)
- η προσπάθεια επηρεασμού των θρησκευτικών, πολιτικών, ιδεολογικών ή άλλων προτιμήσεων κάποιου και η προσέλκυσή του στις αντιλήψεις ή απόψεις ενός άλλου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσηλυτισμός