προσηλυτιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσηλυτιστικός η προσηλυτιστική το προσηλυτιστικό
      γενική του προσηλυτιστικού της προσηλυτιστικής του προσηλυτιστικού
    αιτιατική τον προσηλυτιστικό την προσηλυτιστική το προσηλυτιστικό
     κλητική προσηλυτιστικέ προσηλυτιστική προσηλυτιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσηλυτιστικοί οι προσηλυτιστικές τα προσηλυτιστικά
      γενική των προσηλυτιστικών των προσηλυτιστικών των προσηλυτιστικών
    αιτιατική τους προσηλυτιστικούς τις προσηλυτιστικές τα προσηλυτιστικά
     κλητική προσηλυτιστικοί προσηλυτιστικές προσηλυτιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσηλυτιστικός (μαρτυρείται από το 1872)[1] < προσηλυτισ- (<προσηλυτίζω) + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

προσηλυτιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 855, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές[επεξεργασία]