προσημείωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσημείωση | οι | προσημειώσεις |
γενική | της | προσημείωσης* | των | προσημειώσεων |
αιτιατική | την | προσημείωση | τις | προσημειώσεις |
κλητική | προσημείωση | προσημειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσημειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσημείωση < προσημειώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prénotation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσημείωση θηλυκό
- η σημείωση από πριν, η τοποθέτηση σημαδιού πριν συμβεί κάτι
- πριν μπει στο δωμάτιο έγινε προσημείωση όλων των χαρτονομισμάτων
- (καθομιλουμένη) η προσημείωση υποθήκης, δηλαδή η καταγραφή στο υποθηκοφυλακείο ή άλλη αρμόδια υπηρεσία ότι ο ιδιοκτήτης έχει οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι σε δανειστή
- δεν γίνεται να βάλουμε και δεύτερη προσημείωση στο σπίτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσημείωση
|