προσημειώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προσημειώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσημειώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσημειώνω
  3. θα προσημειώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσημειώνω