Μετάβαση στο περιεχόμενο

προσθαλάσσωση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσθαλάσσωση οι προσθαλασσώσεις
      γενική της προσθαλάσσωσης των προσθαλασσώσεων
    αιτιατική την προσθαλάσσωση τις προσθαλασσώσεις
     κλητική προσθαλάσσωση προσθαλασσώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσθαλάσσωση < προσθαλασσώ(νω) + -ση κατά το προσγείωση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική amerrissage[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προσθαλάσσωση θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη θάλασσα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]