προσθαλάσσωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | προσθαλάσσωση | προσθαλασσώσεις |
γενική | προσθαλάσσωσης & προσθαλασσώσεως |
προσθαλασσώσεων |
αιτιατική | προσθαλάσσωση | προσθαλασσώσεις |
κλητική | προσθαλάσσωση | προσθαλασσώσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσθαλάσσωση < προσθαλασσώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσθαλάσσωση θηλυκό
- (αεροπορικός όρος): ενέργεια του ρήματος προσθαλασσώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσθαλάσσωση
|