προσκλητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσκλητήριο < πρόσκληση + -τήριο (1.(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική billet d' invitation· 2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική appel)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσκλητήριο ουδέτερο
- η επίσημη πρόσκληση (για γάμο, βαφτίσια κ.λπ.) τυπωμένη συνήθως σε χαρτί
- (στρατιωτικός όρος) η πρόσκληση σύνταξης και καταμέτρησης των στρατιωτών
- (μεταφορικά) η (άτυπη) πρόσκληση για συμμετοχή σε κοινή (εθνική, κοινωνική κ.λπ.) προσπάθεια
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- προσκλητήριο νεκρών: ειδική τελετή κατά την οποία εκφωνούνται τα ονόματα νεκρών ηρωικώς πεσόντων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- προσκλητήρι (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυπωμένη, επίσημη πρόσκληση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήριο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)