προσκρούω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσκρούω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσκρούω < πρός (προσ-) + κρούω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾosˈkɾu.o/ (με διακριτό το πρόθημα)
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐κρού‐ω
ΔΦΑ : /pɾoˈskɾu.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σκρού‐ω

προσκρούω

  1. χτυπάω πάνω σε κάτι, ενώ κινούμαι
  2. (μεταφορικά) αντιμάχομαι, είμαι ενάντιος σε κάτι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

προσκρούω < προσ- + κρούω

προσκρούω