Μετάβαση στο περιεχόμενο

προσκυνητής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσκυνητής οι προσκυνητές
      γενική του προσκυνητή των προσκυνητών
    αιτιατική τον προσκυνητή τους προσκυνητές
     κλητική προσκυνητή προσκυνητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσκυνητής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή προσκυνητής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.sci.niˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσκυνητής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προσκυνητής αρσενικό (θηλυκό προσκυνήτρια ή προσκυνήτρα λαϊκότερο)

  1. (θρησκεία) ο πιστός που μεταβαίνει σε έναν ιερό τόπο για ιερό προσκύνημα
  2. (ψάρι) είδος μεγάλου πλαγκτονοφάγου καρχαρία, με χαρακτηριστικό στόμα που μπορεί να ανοίξει σε μεγάλες διαστάσεις
     συνώνυμα: σαπουνάς

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]