προσλιμενίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσλιμενίζομαι < ελληνιστική κοινή προσλιμενίζομαι < αρχαία ελληνική πρός + λιμήν

Ρήμα[επεξεργασία]

προσλιμενίζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]