Μετάβαση στο περιεχόμενο

προσμένω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσμένω < αρχαία ελληνική προσμένω

προσμένω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

προσμένω < πρός + μένω

προσμένω

  1. μένω σε κάποια κατάσταση, παραμένω, υπομένω
  2. εμμένω, επιμένω, αφοσιώνομαι σταθερά
  3. (μεταφορικά) πρόκειται να ακολουθήσω