προσμονή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσμονή < προσμένω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσμονή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσμονή
|
προσμονή θηλυκό
|