προσομολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσομολόγηση | οι | προσομολογήσεις |
γενική | της | προσομολόγησης* | των | προσομολογήσεων |
αιτιατική | την | προσομολόγηση | τις | προσομολογήσεις |
κλητική | προσομολόγηση | προσομολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσομολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσομολόγηση < προσομολογώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσομολόγηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσομολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσομολόγηση
|