προσονομασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσονομασία < ελληνιστική κοινή προσονομασία < αρχαία ελληνική προσονομάζω < πρός + ὀνομάζω < ὄνομα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσονομασία θηλυκό
- (λόγιο, σπάνιο) άλλη μορφή του προσωνυμία
- (γραμματική) ρητορικό σχήμα κατά το οποίο οι λέξεις μιας φράσης ακούγονται παρόμοια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσονομασία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- προσονομασία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)