Μετάβαση στο περιεχόμενο

προσοφθάλμιος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσοφθάλμιος η προσοφθάλμια
& προσοφθάλμιος
το προσοφθάλμιο
      γενική του προσοφθάλμιου
& προσοφθαλμίου
της προσοφθάλμιας
& προσοφθαλμίου
του προσοφθάλμιου
& προσοφθαλμίου
    αιτιατική τον προσοφθάλμιο την προσοφθάλμια
& προσοφθάλμιο
το προσοφθάλμιο
     κλητική προσοφθάλμιε προσοφθάλμια
& προσοφθάλμιε
προσοφθάλμιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσοφθάλμιοι οι προσοφθάλμιες
& προσοφθάλμιοι
τα προσοφθάλμια
      γενική των προσοφθάλμιων
& προσοφθαλμίων
των προσοφθάλμιων
& προσοφθαλμίων
των προσοφθάλμιων
& προσοφθαλμίων
    αιτιατική τους προσοφθάλμιους
& προσοφθαλμίους
τις προσοφθάλμιες
& προσοφθαλμίους
τα προσοφθάλμια
     κλητική προσοφθάλμιοι προσοφθάλμιες
& προσοφθάλμιοι
προσοφθάλμια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσοφθάλμιος < προσ- + οφθαλμ(ός) + -ιος, (απόδοση) γαλλική oculaire [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾs.soˈfθal.mi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσοφθάλμιος
παλιότερος συλλαβισμός: προσοφθάλμιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

προσοφθάλμιος

  1. (ιδίως στην οπτική, για φακό) που είναι στραμμένος προς το μάτι του παρατηρητή
      προσοφθάλμιος φακός
  2. που προσαρμόζεται μπροστά από το μάτι
  3. (ουσιαστικοποιημένο) προσοφθάλμιο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]