προσπέραση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσπέραση οι προσπεράσεις
      γενική της προσπέρασης* των προσπεράσεων
    αιτιατική την προσπέραση τις προσπεράσεις
     κλητική προσπέραση προσπεράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσπεράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσπέραση < ρήμα προσπερνώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσπέραση θηλυκό

  1. η ενέργεια του προσπερνώ, το προσπέρασμα
    απαγορεύεται η προσπέραση από δεξιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη προσπέρασμα