προσπέραση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσπέραση | οι | προσπεράσεις |
γενική | της | προσπέρασης* | των | προσπεράσεων |
αιτιατική | την | προσπέραση | τις | προσπεράσεις |
κλητική | προσπέραση | προσπεράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσπεράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσπέραση < ρήμα προσπερνώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσπέραση θηλυκό
- η ενέργεια του προσπερνώ, το προσπέρασμα
- απαγορεύεται η προσπέραση από δεξιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη προσπέρασμα