προσποίησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσποίησῐς αἱ προσποιήσεις
      γενική τῆς προσποιήσεως τῶν προσποιήσεων
      δοτική τῇ προσποιήσει ταῖς προσποιήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσποίησῐν τὰς προσποιήσεις
     κλητική ! προσποίησῐ προσποιήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσποιήσει
γεν-δοτ τοῖν  προσποιησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσποίησις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσποίησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]