προσποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσποιημένος η προσποιημένη το προσποιημένο
      γενική του προσποιημένου της προσποιημένης του προσποιημένου
    αιτιατική τον προσποιημένο την προσποιημένη το προσποιημένο
     κλητική προσποιημένε προσποιημένη προσποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσποιημένοι οι προσποιημένες τα προσποιημένα
      γενική των προσποιημένων των προσποιημένων των προσποιημένων
    αιτιατική τους προσποιημένους τις προσποιημένες τα προσποιημένα
     κλητική προσποιημένοι προσποιημένες προσποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

προσποιημένος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]