προσποιητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσποιητικός < αρχαία ελληνική προσποιητικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προσποιητικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη προσποιούμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσποιητικός
|