προσροφώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προσροφώμαι
- παθητική φωνή του ρήματος προσροφώ
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσροφώμαι | προσροφόμουν | θα προσροφώμαι | να προσροφώμαι | ||
β' ενικ. | προσροφάσαι | προσροφόσουν | θα προσροφάσαι | να προσροφάσαι | ||
γ' ενικ. | προσροφάται | προσροφόταν | θα προσροφάται | να προσροφάται | ||
α' πληθ. | προσροφώμεθα - προσροφόμαστε | προσροφόμασταν | θα προσροφώμεθα - προσροφόμαστε | να προσροφώμεθα - προσροφόμαστε | ||
β' πληθ. | προσροφάσθε - προσροφάστε | προσροφόσασταν | θα προσροφάσθε - προσροφάστε | να προσροφάσθε - προσροφάστε | προσροφάσθε - προσροφάστε | |
γ' πληθ. | προσροφώνται | προσροφόνταν - προσροφόντουσαν | θα προσροφώνται | να προσροφώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσροφήθηκα | θα προσροφηθώ | να προσροφηθώ | προσροφηθεί | ||
β' ενικ. | προσροφήθηκες | θα προσροφηθείς | να προσροφηθείς | προσροφήσου | ||
γ' ενικ. | προσροφήθηκε | θα προσροφηθεί | να προσροφηθεί | |||
α' πληθ. | προσροφηθήκαμε | θα προσροφηθούμε | να προσροφηθούμε | |||
β' πληθ. | προσροφηθήκατε | θα προσροφηθείτε | να προσροφηθείτε | προσροφηθείτε | ||
γ' πληθ. | προσροφήθηκαν προσροφηθήκαν(ε) |
θα προσροφηθούν(ε) | να προσροφηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσροφηθεί | είχα προσροφηθεί | θα έχω προσροφηθεί | να έχω προσροφηθεί | προσροφημένος | |
β' ενικ. | έχεις προσροφηθεί | είχες προσροφηθεί | θα έχεις προσροφηθεί | να έχεις προσροφηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσροφηθεί | είχε προσροφηθεί | θα έχει προσροφηθεί | να έχει προσροφηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσροφηθεί | είχαμε προσροφηθεί | θα έχουμε προσροφηθεί | να έχουμε προσροφηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσροφηθεί | είχατε προσροφηθεί | θα έχετε προσροφηθεί | να έχετε προσροφηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσροφηθεί | είχαν προσροφηθεί | θα έχουν προσροφηθεί | να έχουν προσροφηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσροφώμαι
|