προσσελήνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσσελήνωση < προσσεληνώνω < προς + σελήνη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική moon landing)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσσελήνωση θηλυκό
- η προσεδάφιση στη σελήνη
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προσεληνώνω και σελήνη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσσελήνωση