προστάτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστάτιδα < αρχαία ελληνική προστάτις + κατάληξη θηλυκού -ιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προστάτιδα θηλυκό
- θηλυκό του προστάτης
- (ως επίθετο)
- η Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου καθιερώθηκε να αποκαλούνται "Προστάτιδες δυνάμεις"
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προστάτιδα
|