προστάτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστάτρια < (ελληνιστική κοινή) προστάτρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προστάτρια θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προστάτρια