προστατευόμενος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προστατευόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προστατευόμενος & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική protégé [1]
Μετοχή
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προστατευόμενος | η | προστατευόμενη | το | προστατευόμενο |
γενική | του | προστατευόμενου | της | προστατευόμενης | του | προστατευόμενου |
αιτιατική | τον | προστατευόμενο | την | προστατευόμενη | το | προστατευόμενο |
κλητική | προστατευόμενε | προστατευόμενη | προστατευόμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προστατευόμενοι | οι | προστατευόμενες | τα | προστατευόμενα |
γενική | των | προστατευόμενων | των | προστατευόμενων | των | προστατευόμενων |
αιτιατική | τους | προστατευόμενους | τις | προστατευόμενες | τα | προστατευόμενα |
κλητική | προστατευόμενοι | προστατευόμενες | προστατευόμενα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
προστατευόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προστατεύω: που προστατεύεται από κάποιον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προστατευόμενος | οι | προστατευόμενοι |
γενική | του | προστατευόμενου & προστατευομένου |
των | προστατευόμενων & προστατευομένων |
αιτιατική | τον | προστατευόμενο | τους | προστατευόμενους & προστατευομένους |
κλητική | προστατευόμενε | προστατευόμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής προστατευόμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
προστατευόμενος αρσενικό (θηλυκό προστατευόμενη, λόγιο: προστατευομένη)
- αυτός που τον έχει πάρει υπό την προστασία του κάποιος ισχυρός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ προστατευόμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]προστατευόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (προστατεύομαι) του ρήματος προστατεύω
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)