προστερνίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστερνίδιο < αρχαία ελληνική προστερνίδιον < στέρνον
Επίθετο[επεξεργασία]
προστερνίδιο
- (λόγιο) η μπροστινέλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προστερνίδιο
|