Μετάβαση στο περιεχόμενο

προστρέχω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προστρέχω < αρχαία ελληνική προστρέχω

προστρέχω

στη δυστυχία του κανένας δε βρέθηκε να τον προστρέξει
σε αυτή την υπηρεσία μπορεί να προστρέξει κάθε πολίτης που επιθυμεί γρήγορα ένα πιστοποιητικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]