προστρέχω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προστρέχω < αρχαία ελληνική προστρέχω
Ρήμα
[επεξεργασία]προστρέχω
- στη δυστυχία του κανένας δε βρέθηκε να τον προστρέξει
- σε αυτή την υπηρεσία μπορεί να προστρέξει κάθε πολίτης που επιθυμεί γρήγορα ένα πιστοποιητικό