προστρίβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστρίβω < αρχαία ελληνική προστρίβω < πρός + τρίβω
Ρήμα[επεξεργασία]
προστρίβω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προστριβή
- προστριβόμενος
- πρόστριμμα
- πρόστριψη
- → δείτε τις λέξεις προς και τρίβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προστρίβω
|