προσυμφωνημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσυμφωνημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσυμφωνώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.siɱ.fo.niˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐συμ‐φω‐νη‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
προσυμφωνημένος, -η, -ο
- που τον έχουν προσυμφωνήσει
- ↪ Προσυμφωνημένη συναλλαγή για υλοποίηση πώλησης μετοχομεριδίου της εταιρείας σε στρατηγικό επενδυτή.
- (για αγώνα, διαγωνισμό) που έχουν προσυμφωνήσει το αποτέλεσμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- προσχεδιασμένος
- (για αποτέλεσμα) προσυνεννοημένος, στημένος, σικέ, μαγειρεμένος
επίσης δείτε
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσυμφωνημένος