Μετάβαση στο περιεχόμενο

προσφάτως

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: καθοριστικῶς

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσφάτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσφάτως < αρχαία ελληνική πρόσφατος. Συγχρονικά αναλύεται σε πρόσφατ(ος) + -ως.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

προσφάτως



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσφάτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρόσφατ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

προσφάτως