προσφέρομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσφέρομαι < αρχαία ελληνική προσφέρομαι < παθητική φωνή του ρήματος προσφέρω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσφέρομαι

  1. προσφέρω τον εαυτό μου
  2. είμαι πρόσφορος ή κατάλληλος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσφέρομαι < παθητική φωνή του ρήματος προσφέρω < πρός + φέρω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσφέρομαι

Πηγές[επεξεργασία]