προσφέροντας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]προσφέροντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προσφέρω
- Της ευχήθηκε για τη γιορτή της προσφέροντάς της ένα μπουκέτο λουλούδια και ένα κουτί γλυκά.