προσφεύγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσφεύγω < (ελληνιστική κοινήπροσφεύγω < πρός + αρχαία ελληνική φεύγω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσφεύγω

  1. ζητώ ή επικαλούμαι τη βοήθεια ή την παρέμβαση κάποιου (ατόμου, αρμόδιας αρχής κ.λπ)
  2. (νομικός όρος) κάνω προσφυγή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]