προσφυγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσφυγικός < πρόσφυγ(ας) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προσφυγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με πρόσφυγες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσφυγικός
|