προσχεδιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσχεδιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προσχεδιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
προσχεδιασμένος, -η, -ο
- που έχει προσχεδιαστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προσχεδιάζω, σχεδιάζω, σχέδιο και έχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσχεδιασμένος
|