προσχώρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσχώρηση | οι | προσχωρήσεις |
γενική | της | προσχώρησης* | των | προσχωρήσεων |
αιτιατική | την | προσχώρηση | τις | προσχωρήσεις |
κλητική | προσχώρηση | προσχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσχώρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσχώρη(σις) + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσχώρηση θηλυκό
- η ενέργεια του προσχωρώ, η ένταξη σε έναν οργανισμό, κόμμα, ιδεολογία, ρεύμα, η αποδοχή και συμφωνία με μια άποψη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσχώρηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προσ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)