προσωπίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωπίδα οι προσωπίδες
      γενική της προσωπίδας των προσωπίδων
    αιτιατική την προσωπίδα τις προσωπίδες
     κλητική προσωπίδα προσωπίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το Προσωπείο του Αγαμέμνονα,
η χρυσή προσωπίδα μυκηναίου βασιλιά.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσωπίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσωπίς από την αιτιατική «τὴν προσωπίδα» < αρχαία ελληνική πρόσωπον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.soˈpi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σω‐πί‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσωπίδα θηλυκό

  1. ομοίωμα προσώπου που φοριέται καλύπτοντας το πρόσωπο, συνήθως με παραμορφωμένα ή ειδικά χαρακτηριστικά
    Η προσωπίδα που φορούσαν οι αρχαίοι υποκριτές ήταν διαφορετική για την τραγωδία και την κωμωδία.
    ※  Η νεκρική προσωπίδα ανδρικής μορφής, γνωστή ως προσωπίδα "του Αγαμέμνονα", είναι, ίσως, το διασημότερο από τα ευρήματα του Schliemann στους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών. […] Είναι η ωραιότερη από τις πέντε συνολικά χρυσές προσωπίδες, που έχουν βρεθεί στον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών και φαίνεται ότι προορίζονταν για άνδρες ηγεμόνες
    Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Προσωπίδα "του Αγαμέμνονα" Η @odysseus.culture.gr
     συνώνυμα: προσωπείο
    → δείτε και τη λέξη μάσκα
  2. (κυριολεκτικά, μεταφορικά) προσωπείο
  3. μεμβράνη που ενίοτε καλύπτει το κεφάλι νεογέννητου παιδιού
     συνώνυμα: σκέπη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

προσωπίδα θηλυκό