προσωπικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσωπικότητα < προσωπικός < πρόσωπο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσωπικότητα θηλυκό
- τα ατομικά ψυχικά και πνευματικά γνωρίσματα και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν μοναδικά έναν άνθρωπο, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του
- η ισχυρή προσωπικότητα
- είναι άτομο με προσωπικότητα
- άτομο που έχει διακριθεί σε κάποιον τομέα
- στη δεξίωση παραβρέθηκαν προσωπικότητες από το χώρο της τέχνης
- (μεταφορικά) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας που έχει οποιοδήποτε πράγμα και το κάνει να ξεχωρίζει
- έκανε πολλές μετατροπές στο αυτοκίνητό του γιατί ήθελε να έχει ένα αμάξι με προσωπικότητα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- διχασμένη προσωπικότητα: άτομο με ψυχική διαταραχή που εμφανίζει δύο διαφορετικές προσωπικότητες και ταυτότητες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσωπικότητα