προσωποκράτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσωποκράτηση θηλυκό
- (νομική) η προσωρινή φυλάκιση ή προφυλάκιση κάποιου, για να αναγκαστεί να εκπληρώσει τις οικονομικές ή άλλες υποχρεώσεις του (προς τον δανειστή ή άλλον)
- ↪Περιφρόνηση προς την αξία του ανθρώπου έχουμε με την προσωποκράτηση του ιδιώτη από το κράτος για χρέη προς το δημόσιο