προσωπολάτρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.so.poˈla.tɾis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσωπολάτρης αρσενικό
- (λόγιο) που εκδηλώνει προσωπολατρία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προσωπολατρία
- → δείτε τις λέξεις πρόσωπο και λάτρης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσωπολάτρης
|